αναλκής

αναλκής
ἀναλκής, -ές (Α)
βλ. ἄναλκις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + ἀλκή.
ΠΑΡ. αρχ. ἀνάλκεια].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀναλκής — Aër. masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλκῆ — ἀναλκής Aër. neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀναλκής Aër. masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀναλκής Aër. masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλκές — ἀναλκής Aër. masc/fem voc sg ἀναλκής Aër. neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλκέστατα — ἀναλκής Aër. adverbial superl ἀναλκής Aër. neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλκέστερα — ἀναλκής Aër. neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Analcim — Fast farbloser, ikositetraedrischer Analcim aus Thura in der russischen Region Tunguska (4,3 x 4,1 x 3 cm) Chemische Formel Na[AlSi2O6]·H2O[1] …   Deutsch Wikipedia

  • αλκή — η (Α ἀλκή) η σωματική ισχύς που μετουσιώνεται σε δράση 2. ψυχική δύναμη, ανδρεία, θάρρος, ευψυχία (σε διάκριση από τη ρώμη που σημαίνει απλώς τη σωματική δύναμη νεοελλ. ακμή τών σωματικών δυνάμεων, ρώμη, ευρωστία, σφρίγος αρχ. 1. η δύναμη γενικά… …   Dictionary of Greek

  • ανάλκεια — ἀνάλκεια, η (Α) [ἀναλκής] έλλειψη αλκής, αδυναμία, δειλία …   Dictionary of Greek

  • γυιαλκής — γυιαλκής, ές (Α) με δύναμη στα μέλη τού σώματος («γυιαλκὴς ἥβη, παλαισμοσύνη κ.λπ.»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + αλκής < αλκή «δύναμη» (πρβλ. αναλκής, αρισταλκής, ετεραλκής)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”